Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαλακτόχρωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαλακτόχρωμ
ος
η
γαλακτόχρωμ
η
το
γαλακτόχρωμ
ο
γενική
του
γαλακτόχρωμ
ου
της
γαλακτόχρωμ
ης
του
γαλακτόχρωμ
ου
αιτιατική
τον
γαλακτόχρωμ
ο
τη
γαλακτόχρωμ
η
το
γαλακτόχρωμ
ο
κλητική
γαλακτόχρωμ
ε
γαλακτόχρωμ
η
γαλακτόχρωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαλακτόχρωμ
οι
οι
γαλακτόχρωμ
ες
τα
γαλακτόχρωμ
α
γενική
των
γαλακτόχρωμ
ων
των
γαλακτόχρωμ
ων
των
γαλακτόχρωμ
ων
αιτιατική
τους
γαλακτόχρωμ
ους
τις
γαλακτόχρωμ
ες
τα
γαλακτόχρωμ
α
κλητική
γαλακτόχρωμ
οι
γαλακτόχρωμ
ες
γαλακτόχρωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαλακτόχρωμος
<
γάλακτ(ος)
+
-ό-
+
-χρωμος
Επίθετο
επεξεργασία
γαλακτόχρωμος, -η, -ο
που έχει
χρώμα
παρόμοιο με αυτό του
γάλακτος
,
άσπρος
σαν το γάλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαλακτόχρωμος