↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτόχρωμος η γαλακτόχρωμη το γαλακτόχρωμο
      γενική του γαλακτόχρωμου της γαλακτόχρωμης του γαλακτόχρωμου
    αιτιατική τον γαλακτόχρωμο τη γαλακτόχρωμη το γαλακτόχρωμο
     κλητική γαλακτόχρωμε γαλακτόχρωμη γαλακτόχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτόχρωμοι οι γαλακτόχρωμες τα γαλακτόχρωμα
      γενική των γαλακτόχρωμων των γαλακτόχρωμων των γαλακτόχρωμων
    αιτιατική τους γαλακτόχρωμους τις γαλακτόχρωμες τα γαλακτόχρωμα
     κλητική γαλακτόχρωμοι γαλακτόχρωμες γαλακτόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλακτόχρωμος < γάλακτ(ος) + -ό- + -χρωμος

  Επίθετο

επεξεργασία

γαλακτόχρωμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία