Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαιοφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γαιοφάγ
ος
η
γαιοφάγ
ος
&
γαιοφάγ
α
το
γαιοφάγ
ο
γενική
του
γαιοφάγ
ου
της
γαιοφάγ
ου
&
γαιοφάγ
ας
του
γαιοφάγ
ου
αιτιατική
τον
γαιοφάγ
ο
τη
γαιοφάγ
ο
&
γαιοφάγ
α
το
γαιοφάγ
ο
κλητική
γαιοφάγ
ε
γαιοφάγ
ε
&
γαιοφάγ
α
γαιοφάγ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γαιοφάγ
οι
οι
γαιοφάγ
οι
&
γαιοφάγ
ες
τα
γαιοφάγ
α
γενική
των
γαιοφάγ
ων
των
γαιοφάγ
ων
των
γαιοφάγ
ων
αιτιατική
τους
γαιοφάγ
ους
τις
γαιοφάγ
ους
&
γαιοφάγ
ες
τα
γαιοφάγ
α
κλητική
γαιοφάγ
οι
γαιοφάγ
οι
&
γαιοφάγ
ες
γαιοφάγ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαιοφάγος
<
γαί(α)
+
-ο-
+
-φάγος
Επίθετο
επεξεργασία
γαιοφάγος, -ος/-α, -ο
που τρώει τη γη
⮡
Η
γαιοφάγος
κατασκευή του μετρό προχωράει ακάθεκτη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαιοφάγος
αγγλικά
:
earth-eating
(en)