Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαιοφάγος η γαιοφάγος
γαιοφάγα
το γαιοφάγο
      γενική του γαιοφάγου της γαιοφάγου
γαιοφάγας
του γαιοφάγου
    αιτιατική τον γαιοφάγο τη γαιοφάγο
γαιοφάγα
το γαιοφάγο
     κλητική γαιοφάγε γαιοφάγε
γαιοφάγα
γαιοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαιοφάγοι οι γαιοφάγοι
γαιοφάγες
τα γαιοφάγα
      γενική των γαιοφάγων των γαιοφάγων των γαιοφάγων
    αιτιατική τους γαιοφάγους τις γαιοφάγους
γαιοφάγες
τα γαιοφάγα
     κλητική γαιοφάγοι γαιοφάγοι
γαιοφάγες
γαιοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαιοφάγος < γαί(α) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

γαιοφάγος, -ος/-α, -ο

  • που τρώει τη γη
    Η γαιοφάγος κατασκευή του μετρό προχωράει ακάθεκτη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία