βυθοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βυθοσκοπικός < βυθοσκόπιο / βυθοσκόπηση + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
βυθοσκοπικός
- που έχει σχέση με την βυθοσκόπηση ή το βυθοσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βυθοσκοπικός
|