Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυθοσκοπημένος η βυθοσκοπημένη το βυθοσκοπημένο
      γενική του βυθοσκοπημένου της βυθοσκοπημένης του βυθοσκοπημένου
    αιτιατική τον βυθοσκοπημένο τη βυθοσκοπημένη το βυθοσκοπημένο
     κλητική βυθοσκοπημένε βυθοσκοπημένη βυθοσκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυθοσκοπημένοι οι βυθοσκοπημένες τα βυθοσκοπημένα
      γενική των βυθοσκοπημένων των βυθοσκοπημένων των βυθοσκοπημένων
    αιτιατική τους βυθοσκοπημένους τις βυθοσκοπημένες τα βυθοσκοπημένα
     κλητική βυθοσκοπημένοι βυθοσκοπημένες βυθοσκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

βυθοσκοπημένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία