Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυθοσκοπημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βυθοσκοπημέν
ος
η
βυθοσκοπημέν
η
το
βυθοσκοπημέν
ο
γενική
του
βυθοσκοπημέν
ου
της
βυθοσκοπημέν
ης
του
βυθοσκοπημέν
ου
αιτιατική
τον
βυθοσκοπημέν
ο
τη
βυθοσκοπημέν
η
το
βυθοσκοπημέν
ο
κλητική
βυθοσκοπημέν
ε
βυθοσκοπημέν
η
βυθοσκοπημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βυθοσκοπημέν
οι
οι
βυθοσκοπημέν
ες
τα
βυθοσκοπημέν
α
γενική
των
βυθοσκοπημέν
ων
των
βυθοσκοπημέν
ων
των
βυθοσκοπημέν
ων
αιτιατική
τους
βυθοσκοπημέν
ους
τις
βυθοσκοπημέν
ες
τα
βυθοσκοπημέν
α
κλητική
βυθοσκοπημέν
οι
βυθοσκοπημέν
ες
βυθοσκοπημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βυθοσκοπημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βυθοσκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυθοσκοπημένος