Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βροντημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βροντημέν
ος
η
βροντημέν
η
το
βροντημέν
ο
γενική
του
βροντημέν
ου
της
βροντημέν
ης
του
βροντημέν
ου
αιτιατική
τον
βροντημέν
ο
τη
βροντημέν
η
το
βροντημέν
ο
κλητική
βροντημέν
ε
βροντημέν
η
βροντημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βροντημέν
οι
οι
βροντημέν
ες
τα
βροντημέν
α
γενική
των
βροντημέν
ων
των
βροντημέν
ων
των
βροντημέν
ων
αιτιατική
τους
βροντημέν
ους
τις
βροντημέν
ες
τα
βροντημέν
α
κλητική
βροντημέν
οι
βροντημέν
ες
βροντημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βροντημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βροντώ
και
βροντάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βροντημένος