Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βρισμέν
ος
η
βρισμέν
η
το
βρισμέν
ο
γενική
του
βρισμέν
ου
της
βρισμέν
ης
του
βρισμέν
ου
αιτιατική
τον
βρισμέν
ο
τη
βρισμέν
η
το
βρισμέν
ο
κλητική
βρισμέν
ε
βρισμέν
η
βρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βρισμέν
οι
οι
βρισμέν
ες
τα
βρισμέν
α
γενική
των
βρισμέν
ων
των
βρισμέν
ων
των
βρισμέν
ων
αιτιατική
τους
βρισμέν
ους
τις
βρισμέν
ες
τα
βρισμέν
α
κλητική
βρισμέν
οι
βρισμέν
ες
βρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βρισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βρισμένος