Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βρεφονηπιοκόμος οι βρεφονηπιοκόμοι
      γενική του/της βρεφονηπιοκόμου των βρεφονηπιοκόμων
    αιτιατική τον/τη βρεφονηπιοκόμο τους/τις βρεφονηπιοκόμους
     κλητική βρεφονηπιοκόμε βρεφονηπιοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρεφονηπιοκόμος < βρεφο- + νήπιο + -κόμος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾe.fo.ni.pi.oˈko.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρε‐φο‐νη‐πι‐ο‐κό‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρεφονηπιοκόμος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) άτομο εξειδικευμένο στη φροντίδα και την απασχόληση βρεφών
    ※  Να σας συστήσουμε τις night nannies, νταντάδες της νύχτας, φύλακες άγγελοι μαμάδων, μπαμπάδων και μωρών εξίσου. Ο λόγος για μαίες, βρεφονηπιοκόμους, παιδαγωγούς ή επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων, οι οποίες καταφθάνουν στα σπίτια των οικογενειών το βράδυ και αναλαμβάνουν από το μπάνιο του μωρού και τη χαλάρωσή του μέχρι τη σίτιση και τη φροντίδα του καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
    Λίνα Γιάνναρου, Το πολύτιμο χέρι βοήθειας των νταντάδων της νύχτας, Η Καθημερινή, 26 Οκτωβρίου 2021

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)