βρεφονηπιοκομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρεφονηπιοκομικός < βρεφονηπιοκομ(ία) ή βρεφονηπιοκόμ(ος) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾe.fo.ni.pi.o.ko.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρε‐φο‐νη‐πι‐ο‐κο‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
βρεφονηπιοκομικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη βρεφονηπιοκομία ή τους βρεφονηπιοκόμους
- ↪βρεφονηπιοκομικός σταθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρεφονηπιοκομικός
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: βρεφονηπιοκόμος