βραχύτητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχύτητα < αρχαία ελληνική βραχύτης < βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus (βραχύς) < *mreǵʰ- + *-us
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.ti.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βραχύτητα θηλυκό
- η ιδιότητα του βραχέος, το να είναι κάποιος βραχύς, μικρός ή σύντομος
- η ιδιότητα του βραχύχρονου, το να είναι κάποιος βραχύχρονος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βραχύς