βραχέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβραχέος αρσενικό ή ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβραχέος αρσενικό ή ουδέτερο
Δείτε επίσης : βραχέως |
βραχέος αρσενικό ή ουδέτερο
βραχέος αρσενικό ή ουδέτερο