Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βραχύτης αἱ βραχύτητες
      γενική τῆς βραχύτητος τῶν βραχυτήτων
      δοτική τῇ βραχύτητ ταῖς βραχύτησ(ν)
    αιτιατική τὴν βραχύτητ τὰς βραχύτητᾰς
     κλητική ! βραχύτης βραχύτητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βραχύτητε
γεν-δοτ τοῖν  βραχυτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχύτης < βραχύ(ς) + -της < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus (βραχύς) < *mreǵʰ- +‎ *-us

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραχύτης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία