Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βοτανολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βοτανολογημέν
ος
η
βοτανολογημέν
η
το
βοτανολογημέν
ο
γενική
του
βοτανολογημέν
ου
της
βοτανολογημέν
ης
του
βοτανολογημέν
ου
αιτιατική
τον
βοτανολογημέν
ο
τη
βοτανολογημέν
η
το
βοτανολογημέν
ο
κλητική
βοτανολογημέν
ε
βοτανολογημέν
η
βοτανολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βοτανολογημέν
οι
οι
βοτανολογημέν
ες
τα
βοτανολογημέν
α
γενική
των
βοτανολογημέν
ων
των
βοτανολογημέν
ων
των
βοτανολογημέν
ων
αιτιατική
τους
βοτανολογημέν
ους
τις
βοτανολογημέν
ες
τα
βοτανολογημέν
α
κλητική
βοτανολογημέν
οι
βοτανολογημέν
ες
βοτανολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βοτανολογημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βοτανολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βοτανολογημένος