βοτανολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βοτανολογώ < βοτανολόγος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαβοτανολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βοτανολογώ | βοτανολογούσα | θα βοτανολογώ | να βοτανολογώ | βοτανολογώντας | |
β' ενικ. | βοτανολογείς | βοτανολογούσες | θα βοτανολογείς | να βοτανολογείς | (βοτανολόγει) | |
γ' ενικ. | βοτανολογεί | βοτανολογούσε | θα βοτανολογεί | να βοτανολογεί | ||
α' πληθ. | βοτανολογούμε | βοτανολογούσαμε | θα βοτανολογούμε | να βοτανολογούμε | ||
β' πληθ. | βοτανολογείτε | βοτανολογούσατε | θα βοτανολογείτε | να βοτανολογείτε | βοτανολογείτε | |
γ' πληθ. | βοτανολογούν(ε) | βοτανολογούσαν(ε) | θα βοτανολογούν(ε) | να βοτανολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βοτανολόγησα | θα βοτανολογήσω | να βοτανολογήσω | βοτανολογήσει | ||
β' ενικ. | βοτανολόγησες | θα βοτανολογήσεις | να βοτανολογήσεις | βοτανολόγησε | ||
γ' ενικ. | βοτανολόγησε | θα βοτανολογήσει | να βοτανολογήσει | |||
α' πληθ. | βοτανολογήσαμε | θα βοτανολογήσουμε | να βοτανολογήσουμε | |||
β' πληθ. | βοτανολογήσατε | θα βοτανολογήσετε | να βοτανολογήσετε | βοτανολογήστε | ||
γ' πληθ. | βοτανολόγησαν βοτανολογήσαν(ε) |
θα βοτανολογήσουν(ε) | να βοτανολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βοτανολογήσει | είχα βοτανολογήσει | θα έχω βοτανολογήσει | να έχω βοτανολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βοτανολογήσει | είχες βοτανολογήσει | θα έχεις βοτανολογήσει | να έχεις βοτανολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βοτανολογήσει | είχε βοτανολογήσει | θα έχει βοτανολογήσει | να έχει βοτανολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βοτανολογήσει | είχαμε βοτανολογήσει | θα έχουμε βοτανολογήσει | να έχουμε βοτανολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βοτανολογήσει | είχατε βοτανολογήσει | θα έχετε βοτανολογήσει | να έχετε βοτανολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βοτανολογήσει | είχαν βοτανολογήσει | θα έχουν βοτανολογήσει | να έχουν βοτανολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοτανολογώ