Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοτανολογώ < βοτανολόγος +

  Ρήμα επεξεργασία

βοτανολογώ

  1. είμαι βοτανολόγος
  2. ξεβοτανίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία