↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βορειοανατολικός η βορειοανατολική το βορειοανατολικό
      γενική του βορειοανατολικού της βορειοανατολικής του βορειοανατολικού
    αιτιατική τον βορειοανατολικό τη βορειοανατολική το βορειοανατολικό
     κλητική βορειοανατολικέ βορειοανατολική βορειοανατολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βορειοανατολικοί οι βορειοανατολικές τα βορειοανατολικά
      γενική των βορειοανατολικών των βορειοανατολικών των βορειοανατολικών
    αιτιατική τους βορειοανατολικούς τις βορειοανατολικές τα βορειοανατολικά
     κλητική βορειοανατολικοί βορειοανατολικές βορειοανατολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βορειοανατολικός < βορειο- + ανατολικός

  Επίθετο

επεξεργασία

βορειοανατολικός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται προς το σημείο του ορίζοντα μεταξύ βορρά και ανατολής
  2. που κοιτάει ή κατευθύνεται προς αυτό το σημείο του ορίζοντα
  3. που έρχεται από αυτό το σημείο του ορίζοντα
    βορειοανατολικός άνεμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία