βορειοανατολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βορειοανατολικός < βορειο- + ανατολικός
Επίθετο
επεξεργασίαβορειοανατολικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται προς το σημείο του ορίζοντα μεταξύ βορρά και ανατολής
- που κοιτάει ή κατευθύνεται προς αυτό το σημείο του ορίζοντα
- που έρχεται από αυτό το σημείο του ορίζοντα
- βορειοανατολικός άνεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βορειοανατολικός
|