βορειο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
βορειο-
α΄ συνθετικό επιθέτων που δηλώνει τη σημασία βόρειος
- (σε παρατακτικά σύνθετα) δηλώνει το σημείο του ορίζοντα
- (σε προσδιοριστικά σύνθετα)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ βορειο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας