βορειοανατολικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβορειοανατολικά < βορειοανατολικός
Επίρρημα
επεξεργασίαβορειοανατολικά
- προς τη βορειοανατολική κατεύθυνση, στη βορειοανατολική πλευρά
- η παρέα προχωρούσε βορειοανατολικά προς το μακρινό βουνό
- βορειοανατολικά της Αθήνας θα βρείτε την Πεντέλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία βορειοανατολικά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβορειοανατολικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η βορειοανατολική πλευρά ή κατεύθυνση
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβορειοανατολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βορειοανατολικό