Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βλαστισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βλαστισμέν
ος
η
βλαστισμέν
η
το
βλαστισμέν
ο
γενική
του
βλαστισμέν
ου
της
βλαστισμέν
ης
του
βλαστισμέν
ου
αιτιατική
τον
βλαστισμέν
ο
τη
βλαστισμέν
η
το
βλαστισμέν
ο
κλητική
βλαστισμέν
ε
βλαστισμέν
η
βλαστισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βλαστισμέν
οι
οι
βλαστισμέν
ες
τα
βλαστισμέν
α
γενική
των
βλαστισμέν
ων
των
βλαστισμέν
ων
των
βλαστισμέν
ων
αιτιατική
τους
βλαστισμέν
ους
τις
βλαστισμέν
ες
τα
βλαστισμέν
α
κλητική
βλαστισμέν
οι
βλαστισμέν
ες
βλαστισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βλαστισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βλαστίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλαστισμένος