Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιονομικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βιονομικ
ός
η
βιονομικ
ή
το
βιονομικ
ό
γενική
του
βιονομικ
ού
της
βιονομικ
ής
του
βιονομικ
ού
αιτιατική
τον
βιονομικ
ό
τη
βιονομικ
ή
το
βιονομικ
ό
κλητική
βιονομικ
έ
βιονομικ
ή
βιονομικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βιονομικ
οί
οι
βιονομικ
ές
τα
βιονομικ
ά
γενική
των
βιονομικ
ών
των
βιονομικ
ών
των
βιονομικ
ών
αιτιατική
τους
βιονομικ
ούς
τις
βιονομικ
ές
τα
βιονομικ
ά
κλητική
βιονομικ
οί
βιονομικ
ές
βιονομικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιονομικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
bionomic
<
bionomics
<
αρχαία ελληνική
βίος
+
νέμω
Επίθετο
επεξεργασία
βιονομικός
που έχει
σχέση
με την
βιονομία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βιονομία
,
βίος
και
νέμω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιονομικός
αγγλικά
:
bionomic
(en)