βιονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bionomics < αρχαία ελληνική βίος + νέμω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιονομία θηλυκό
- η μελέτη των οργανισμών σε σχέση και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν
Συγγενικά
επεξεργασία- βιονομικά
- βιονομικός
- → δείτε τις λέξεις βίος και νέμω