ενικός         πληθυντικός  
bionomie bionomies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bionomie (fr) θηλυκό

  1. (σπάνιο) η βιολογία
  2. η βιονομία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bionomie (ro) θηλυκό

  1. βιονομία