bionomie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bionomie | bionomies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbionomie (fr) θηλυκό
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbionomie (ro) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
bionomie | bionomies |
bionomie (fr) θηλυκό
bionomie (ro) θηλυκό