Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βιομετρικ
ός
η
βιομετρικ
ή
το
βιομετρικ
ό
γενική
του
βιομετρικ
ού
της
βιομετρικ
ής
του
βιομετρικ
ού
αιτιατική
τον
βιομετρικ
ό
τη
βιομετρικ
ή
το
βιομετρικ
ό
κλητική
βιομετρικ
έ
βιομετρικ
ή
βιομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βιομετρικ
οί
οι
βιομετρικ
ές
τα
βιομετρικ
ά
γενική
των
βιομετρικ
ών
των
βιομετρικ
ών
των
βιομετρικ
ών
αιτιατική
τους
βιομετρικ
ούς
τις
βιομετρικ
ές
τα
βιομετρικ
ά
κλητική
βιομετρικ
οί
βιομετρικ
ές
βιομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιομετρικός
<
βιομετρία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βιομετρικός
που έχει σχέση με τη
βιομετρία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βιομετρία
,
βίος
και
μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιομετρικός
αγγλικά
:
biometric
(en)