Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιοκάρβουνο τα βιοκάρβουνα
      γενική του βιοκάρβουνου των βιοκάρβουνων
    αιτιατική το βιοκάρβουνο τα βιοκάρβουνα
     κλητική βιοκάρβουνο βιοκάρβουνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοκάρβουνο < βιο- + κάρβουνο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.oˈkaɾ.vu.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐κάρ‐βου‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοκάρβουνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr