Δείτε επίσης: βιογενετική

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιογένεση οι βιογενέσεις
      γενική της βιογένεσης* των βιογενέσεων
    αιτιατική τη βιογένεση τις βιογενέσεις
     κλητική βιογένεση βιογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιογένεση < πρόθημα βιο- + γένεση (< λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biogenesis)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιογένεση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία