Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοαπειλή οι βιοαπειλές
      γενική της βιοαπειλής των βιοαπειλών
    αιτιατική τη βιοαπειλή τις βιοαπειλές
     κλητική βιοαπειλή βιοαπειλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοαπειλή < βιο- + απειλή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biothreat)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοαπειλή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία