βικάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βικάριος | οι | βικάριοι |
γενική | του | βικάριου & βικαρίου |
των | βικάριων & βικαρίων |
αιτιατική | τον | βικάριο | τους | βικάριους & βικαρίους |
κλητική | βικάριε | βικάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βικάριος < μεσαιωνική ελληνική βικάριος < λατινική vicarius < vicis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weik- / *weig-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβικάριος αρσενικό
- (θρησκεία, καθολικισμός) επίτροπος, τοποτηρητής, αρχιεπίσκοπος, αναπληρωτής, αντι- (με την έννοια αναπληρωτής στη θέση κάποιου κι όχι αντίθετος με)