→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βικαριάτο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βικαριάτο ουδέτερο

  • έδρα καθολικού αρχιεπισκόπου (αρχιεπισκοπής), έδρα καθολικού αποστολικού τοποτηρητή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία