βιβλιομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιβλιομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bibliomania < αρχαία ελληνική βιβλίον + μανία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.vli.o.maˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιβλιομανία θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του βιβλιομανή, που έχει μανία με την ανάγνωση βιβλίων ή που επιδιώκει να έχει στην κατοχή του πολλά (σπάνια ή πολύτιμα) βιβλία
Συγγενικά
επεξεργασία- βιβλιομανής
- → δείτε τις λέξεις βιβλίο και μανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιομανία
|