βεδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βεδικός | η | βεδική | το | βεδικό |
γενική | του | βεδικού | της | βεδικής | του | βεδικού |
αιτιατική | τον | βεδικό | τη | βεδική | το | βεδικό |
κλητική | βεδικέ | βεδική | βεδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βεδικοί | οι | βεδικές | τα | βεδικά |
γενική | των | βεδικών | των | βεδικών | των | βεδικών |
αιτιατική | τους | βεδικούς | τις | βεδικές | τα | βεδικά |
κλητική | βεδικοί | βεδικές | βεδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐δι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαβεδικός
- (ινδουισμός) που έχει σχέση με τις βέδες ή το βεδισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βέδες
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βεδικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βεδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας