γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβυσμένος βεβυσμένη τὸ βεβυσμένον
      γενική τοῦ βεβυσμένου τῆς βεβυσμένης τοῦ βεβυσμένου
      δοτική τῷ βεβυσμέν τῇ βεβυσμέν τῷ βεβυσμέν
    αιτιατική τὸν βεβυσμένον τὴν βεβυσμένην τὸ βεβυσμένον
     κλητική ! βεβυσμένε βεβυσμένη βεβυσμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβυσμένοι αἱ βεβυσμέναι τὰ βεβυσμέν
      γενική τῶν βεβυσμένων τῶν βεβυσμένων τῶν βεβυσμένων
      δοτική τοῖς βεβυσμένοις ταῖς βεβυσμέναις τοῖς βεβυσμένοις
    αιτιατική τοὺς βεβυσμένους τὰς βεβυσμένᾱς τὰ βεβυσμέν
     κλητική ! βεβυσμένοι βεβυσμέναι βεβυσμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβυσμένω τὼ βεβυσμέν τὼ βεβυσμένω
      γεν-δοτ τοῖν βεβυσμένοιν τοῖν βεβυσμέναιν τοῖν βεβυσμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή 1

επεξεργασία

βεβυσμένος, -η, -ον

  Μετοχή 2

επεξεργασία

βεβυσμένος, -η, -ον