βεβυσμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή 1
επεξεργασίαβεβυσμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (βέβυσμαι) του ρήματος βύω: βουλωμένος, φουσκωμένος, στουπωμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 134 (στίχοι 133-135)
- τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα | νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ | ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
- Αυτό της έφερε η Φυλώ, | γεμάτο νήμα δουλεμένο, | και τεντωμένη επάνω του την ηλακάτη με μαλλί μενεξεδένιο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα | νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ | ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, 7.36, @scaife.perseus
- ὑπὸ τῆς γὰρ ὀσμῆς οὐδὲ εἷς δυνήσεται | ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί· | ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν | ἑστήξετ’ ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, | ἄφωνος, ἄχρι ἂν τῶν φίλων βεβυσμένος | τὴν ῥῖν’ ἕτερός τις προσδραμὼν ἀποσπάσῃ.
- → λείπει η μετάφραση
- ὑπὸ τῆς γὰρ ὀσμῆς οὐδὲ εἷς δυνήσεται | ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί· | ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν | ἑστήξετ’ ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, | ἄφωνος, ἄχρι ἂν τῶν φίλων βεβυσμένος | τὴν ῥῖν’ ἕτερός τις προσδραμὼν ἀποσπάσῃ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 134 (στίχοι 133-135)
Μετοχή 2
επεξεργασίαβεβυσμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (βέβυσμαι) του ρήματος βύζω