βεβαιών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βεβαιών & βεβαιώντας |
η | βεβαιώσα | το | βεβαιών |
γενική | του | βεβαιώντος & βεβαιώντα |
της | βεβαιώσας & βεβαιώσης* |
του | βεβαιώντος |
αιτιατική | τον | βεβαιώντα | τη | βεβαιώσα | το | βεβαιών |
κλητική | βεβαιών & βεβαιώντα |
βεβαιώσα | βεβαιών | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βεβαιώντες | οι | βεβαιώσες | τα | βεβαιώντα |
γενική | των | βεβαιώντων | των | βεβαιωσών | των | βεβαιώντων |
αιτιατική | τους | βεβαιώντες | τις | βεβαιώσες | τα | βεβαιώντα |
κλητική | βεβαιώντες | βεβαιώσες | βεβαιώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεβαιών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήξας, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βεβαιῶ/βεβαιόω
Μετοχή
επεξεργασίαβεβαιών, -ώσα, -ων
- (νομικός όρος, για δικηγόρο) αυτός που επιβεβαιώνει
- ⮡ (στο τέλος μεταφράσεως ξένου εγγράφου στην Ελληνική) Ο βεβαιών και μεταφράσας Δικηγόρος <υπογραφή>
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεβαιών
|