Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βδελλοπώλης οι βδελλοπώλες
      γενική του βδελλοπώλη των βδελλοπωλών
    αιτιατική τον βδελλοπώλη τους βδελλοπώλες
     κλητική βδελλοπώλη βδελλοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδελλοπώλης < βδέλλ(α) + -ο- + -πώλης ( < πωλώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βδελλοπώλης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βδέλλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία