βδελλοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβδελλοπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο έμπορος που παλαιότερα τριγυρνούσε στις γειτονιές και πουλούσε βδέλλες για την αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βδέλλα