βατραχοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βατραχοειδής | η | βατραχοειδής | το | βατραχοειδές |
γενική | του | βατραχοειδούς* | της | βατραχοειδούς | του | βατραχοειδούς |
αιτιατική | τον | βατραχοειδή | τη | βατραχοειδή | το | βατραχοειδές |
κλητική | βατραχοειδή(ς) | βατραχοειδής | βατραχοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βατραχοειδείς | οι | βατραχοειδείς | τα | βατραχοειδή |
γενική | των | βατραχοειδών | των | βατραχοειδών | των | βατραχοειδών |
αιτιατική | τους | βατραχοειδείς | τις | βατραχοειδείς | τα | βατραχοειδή |
κλητική | βατραχοειδείς | βατραχοειδείς | βατραχοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βατραχοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική batrachoïd < αρχαία ελληνική βάτραχος + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίαβατραχοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με βάτραχο
- → δείτε Βατραχοειδή
Συγγενικά
επεξεργασία- Βατραχοειδή (ταξινομικό γένος ψαριού)
- Βατραχιοειδή, Βατραχίδες, Βατραχιώδη (ταξινομικοί όροι, οικογένειες, βοτανική)
- → δείτε τη λέξη βάτραχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βατραχοειδής
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .