Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βατραχοειδής η βατραχοειδής το βατραχοειδές
      γενική του βατραχοειδούς* της βατραχοειδούς του βατραχοειδούς
    αιτιατική τον βατραχοειδή τη βατραχοειδή το βατραχοειδές
     κλητική βατραχοειδή(ς) βατραχοειδής βατραχοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βατραχοειδείς οι βατραχοειδείς τα βατραχοειδή
      γενική των βατραχοειδών των βατραχοειδών των βατραχοειδών
    αιτιατική τους βατραχοειδείς τις βατραχοειδείς τα βατραχοειδή
     κλητική βατραχοειδείς βατραχοειδείς βατραχοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βατραχοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική batrachoïd < αρχαία ελληνική βάτραχος + εἶδος

  Επίθετο επεξεργασία

βατραχοειδής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία