Βατραχοειδή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βατραχοειδή | ||
γενική | των | Βατραχοειδών | ||
αιτιατική | τα | Βατραχοειδή | ||
κλητική | Βατραχοειδή | |||
όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Βατραχοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βατραχοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: {γαλλική batrachoididé < batrachoïd < αρχαία ελληνική βάτραχος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Βατραχοειδή ουδέτερο, πληθυντικός
- (ιχθυολογία) ταξινομικός όρος - γένος: ψαριού που μοιάζει με βάτραχος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Βατραχοειδή