Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βασιλεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βασιλεμέν
ος
η
βασιλεμέν
η
το
βασιλεμέν
ο
γενική
του
βασιλεμέν
ου
της
βασιλεμέν
ης
του
βασιλεμέν
ου
αιτιατική
τον
βασιλεμέν
ο
τη
βασιλεμέν
η
το
βασιλεμέν
ο
κλητική
βασιλεμέν
ε
βασιλεμέν
η
βασιλεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βασιλεμέν
οι
οι
βασιλεμέν
ες
τα
βασιλεμέν
α
γενική
των
βασιλεμέν
ων
των
βασιλεμέν
ων
των
βασιλεμέν
ων
αιτιατική
τους
βασιλεμέν
ους
τις
βασιλεμέν
ες
τα
βασιλεμέν
α
κλητική
βασιλεμέν
οι
βασιλεμέν
ες
βασιλεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βασιλεμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βασιλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βασιλεμένος