Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βασανιστήριον τὰ βασανιστήρι
      γενική τοῦ βασανιστηρίου τῶν βασανιστηρίων
      δοτική τῷ βασανιστηρί τοῖς βασανιστηρίοις
    αιτιατική τὸ βασανιστήριον τὰ βασανιστήρι
     κλητική ! βασανιστήριον βασανιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασανιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  βασανιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασανιστήριον < βασανίζω, βασανισ- + -τήριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασανιστήριον ουδέτερο

  1. αίθουσα ανάκρισης
  2. (στον πληθυντικό) όργανα βασανισμού
  3. ειδική πέτρα για τον έλεγχο κραμάτων με την τριβή (όπως για τον χρυσό)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βάσανος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βασανιστήριον

  Πηγές επεξεργασία