Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαπτιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαπτιζόμεν
ος
η
βαπτιζόμεν
η
το
βαπτιζόμεν
ο
γενική
του
βαπτιζόμεν
ου
της
βαπτιζόμεν
ης
του
βαπτιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
βαπτιζόμεν
ο
τη
βαπτιζόμεν
η
το
βαπτιζόμεν
ο
κλητική
βαπτιζόμεν
ε
βαπτιζόμεν
η
βαπτιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαπτιζόμεν
οι
οι
βαπτιζόμεν
ες
τα
βαπτιζόμεν
α
γενική
των
βαπτιζόμεν
ων
των
βαπτιζόμεν
ων
των
βαπτιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
βαπτιζόμεν
ους
τις
βαπτιζόμεν
ες
τα
βαπτιζόμεν
α
κλητική
βαπτιζόμεν
οι
βαπτιζόμεν
ες
βαπτιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βαπτιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
βαπτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαπτιζόμενος