• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βαπτιζόμενος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαπτιζόμενος η βαπτιζόμενη το βαπτιζόμενο
      γενική του βαπτιζόμενου της βαπτιζόμενης του βαπτιζόμενου
    αιτιατική τον βαπτιζόμενο τη βαπτιζόμενη το βαπτιζόμενο
     κλητική βαπτιζόμενε βαπτιζόμενη βαπτιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαπτιζόμενοι οι βαπτιζόμενες τα βαπτιζόμενα
      γενική των βαπτιζόμενων των βαπτιζόμενων των βαπτιζόμενων
    αιτιατική τους βαπτιζόμενους τις βαπτιζόμενες τα βαπτιζόμενα
     κλητική βαπτιζόμενοι βαπτιζόμενες βαπτιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επεξεργασία

βαπτιζόμενος

  • μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος βαπτίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βαπτιζόμενος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βαπτιζόμενος&oldid=5461035"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 18:01

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 18:01.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας