βαθύσκιωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαθύσκιωτος -η -ο ( & βαθύσκιος)
- που έχει βαθύ (πυκνό) ίσκιο, ο βαθύσκιος
- βαθύσκιωτα πλατάνια
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ή κάτι άλλο, που δημιουργεί γύρω του πυκνή σκιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθύσκιωτος
|