Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθμονόμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
βαθμονόμ
ος
οι
βαθμονόμ
οι
γενική
του
/
της
βαθμονόμ
ου
των
βαθμονόμ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
βαθμονόμ
ο
τους
/
τις
βαθμονόμ
ους
κλητική
βαθμονόμ
ε
βαθμονόμ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθμονόμος
<
βαθμονομώ
+
-ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαθμονόμος
αρσενικό ή θηλυκό
άνθρωπος
ή
όργανο
που
βαθμονομεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βαθμονομώ
,
βαθμός
,
βαίνω
και
νέμω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθμονόμος
αγγλικά
:
calibrator
(en)