↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαζεκτομή οι βαζεκτομές
      γενική της βαζεκτομής των βαζεκτομών
    αιτιατική τη βαζεκτομή τις βαζεκτομές
     κλητική βαζεκτομή βαζεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαζεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: vasectomy < γαλλική vas + αρχαία ελληνική ἐκτομή < ἐκτέμνω < ἐκ + τέμνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.ze.ktoˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ζε‐κτο‐μή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαζεκτομή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία