αἱμορραγής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααἱμορραγής, -ής, -ές
- που αιμορραγεί πολύ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 825 (824-826)
- μέλαινά τ᾽ ἄκρου τις παρέρρωγεν ποδὸς | αἱμορραγὴς φλέψ. ἀλλ᾽ ἐάσωμεν, φίλοι, | ἕκηλον αὐτόν, ὡς ἂν εἰς ὕπνον πέσῃ.
- μια φλέβα μαύρη τού άνοιξε στην άκρη του ποδιού του· | και τρέχει αίμα ποτάμι. Μ᾽ ας τον αφήσομε ήσυχο, παιδιά, | για να τον πάρει στα βαθιά του ο ύπνος.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 825 (824-826)
- (ιατρική) που πάσχει από αιμορραγίες
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἱμορραγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱμορραγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.