αἰσχυνόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίααἰσχυνόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (αἰσχύνομαι) του ρήματος αἰσχύνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 323
- ἀλλ᾽ αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν
- Ντρεπόμαστε όμως την καταλαλιά από γυναίκες κι άντρες
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 323
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἰσχυνομένη, αἰσχύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.