αχρειόλογο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχρειόλογο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αχρειολόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααχρειόλογο ουδέτερο
- (σπάνιο) (λόγιο) άλλη μορφή του αχρειολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αχρειολόγος, αχρείος και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχρειόλογο
|