αχνόφωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααχνόφωτος
- (λογοτεχνικό) που φωτίζει ή φωτίζεται αχνά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχνόφωτος
|
Δείτε επίσης : αχνοφώτιστος |
αχνόφωτος
|