Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχνόφωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αχνοφώτιστος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αχνόφωτ
ος
η
αχνόφωτ
η
το
αχνόφωτ
ο
γενική
του
αχνόφωτ
ου
της
αχνόφωτ
ης
του
αχνόφωτ
ου
αιτιατική
τον
αχνόφωτ
ο
την
αχνόφωτ
η
το
αχνόφωτ
ο
κλητική
αχνόφωτ
ε
αχνόφωτ
η
αχνόφωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αχνόφωτ
οι
οι
αχνόφωτ
ες
τα
αχνόφωτ
α
γενική
των
αχνόφωτ
ων
των
αχνόφωτ
ων
των
αχνόφωτ
ων
αιτιατική
τους
αχνόφωτ
ους
τις
αχνόφωτ
ες
τα
αχνόφωτ
α
κλητική
αχνόφωτ
οι
αχνόφωτ
ες
αχνόφωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχνόφωτος
<
αχνός
+
-ο-
+
φως
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αχνόφωτος
(
λογοτεχνικό
) που
φωτίζει
ή
φωτίζεται
αχνά
Συνώνυμα
επεξεργασία
αχνοφώτιστος
Συγγενικές λέξεις
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αχνός
και
φως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχνόφωτος
→
δείτε
τη λέξη
αχνοφώτιστος