↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαλύβωτος η αχαλύβωτη το αχαλύβωτο
      γενική του αχαλύβωτου της αχαλύβωτης του αχαλύβωτου
    αιτιατική τον αχαλύβωτο την αχαλύβωτη το αχαλύβωτο
     κλητική αχαλύβωτε αχαλύβωτη αχαλύβωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαλύβωτοι οι αχαλύβωτες τα αχαλύβωτα
      γενική των αχαλύβωτων των αχαλύβωτων των αχαλύβωτων
    αιτιατική τους αχαλύβωτους τις αχαλύβωτες τα αχαλύβωτα
     κλητική αχαλύβωτοι αχαλύβωτες αχαλύβωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχαλύβωτος < α- + χαλυβώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αχαλύβωτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αχαλύβωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)