χαλυβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχαλυβώνω (παθητική φωνή: χαλυβώνομαι)
- (σπάνιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) άλλη μορφή του χαλυβδώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αχαλύβωτος
- επιχαλυβώνω
- επιχαλύβωση
- χαλύβωση
- → δείτε τη λέξη χάλυβας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλυβώνω | χαλύβωνα | θα χαλυβώνω | να χαλυβώνω | χαλυβώνοντας | |
β' ενικ. | χαλυβώνεις | χαλύβωνες | θα χαλυβώνεις | να χαλυβώνεις | χαλύβωνε | |
γ' ενικ. | χαλυβώνει | χαλύβωνε | θα χαλυβώνει | να χαλυβώνει | ||
α' πληθ. | χαλυβώνουμε | χαλυβώναμε | θα χαλυβώνουμε | να χαλυβώνουμε | ||
β' πληθ. | χαλυβώνετε | χαλυβώνατε | θα χαλυβώνετε | να χαλυβώνετε | χαλυβώνετε | |
γ' πληθ. | χαλυβώνουν(ε) | χαλύβωναν χαλυβώναν(ε) |
θα χαλυβώνουν(ε) | να χαλυβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλύβωσα | θα χαλυβώσω | να χαλυβώσω | χαλυβώσει | ||
β' ενικ. | χαλύβωσες | θα χαλυβώσεις | να χαλυβώσεις | χαλύβωσε | ||
γ' ενικ. | χαλύβωσε | θα χαλυβώσει | να χαλυβώσει | |||
α' πληθ. | χαλυβώσαμε | θα χαλυβώσουμε | να χαλυβώσουμε | |||
β' πληθ. | χαλυβώσατε | θα χαλυβώσετε | να χαλυβώσετε | χαλυβώστε | ||
γ' πληθ. | χαλύβωσαν χαλυβώσαν(ε) |
θα χαλυβώσουν(ε) | να χαλυβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλυβώσει | είχα χαλυβώσει | θα έχω χαλυβώσει | να έχω χαλυβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλυβώσει | είχες χαλυβώσει | θα έχεις χαλυβώσει | να έχεις χαλυβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλυβώσει | είχε χαλυβώσει | θα έχει χαλυβώσει | να έχει χαλυβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλυβώσει | είχαμε χαλυβώσει | θα έχουμε χαλυβώσει | να έχουμε χαλυβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλυβώσει | είχατε χαλυβώσει | θα έχετε χαλυβώσει | να έχετε χαλυβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλυβώσει | είχαν χαλυβώσει | θα έχουν χαλυβώσει | να έχουν χαλυβώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλυβώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- χαλυβώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)