αφυπηρέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφυπηρέτηση | οι | αφυπηρετήσεις |
γενική | της | αφυπηρέτησης* | των | αφυπηρετήσεων |
αιτιατική | την | αφυπηρέτηση | τις | αφυπηρετήσεις |
κλητική | αφυπηρέτηση | αφυπηρετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφυπηρετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφυπηρέτηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αφυπηρετώ, η έξοδος λειτουργού από την ενεργό υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφυπηρέτηση