Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
retirement retirements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

retirement (en)

  • η σύνταξη
    Kostas went into retirement - ο Κώστας βγήκε στη σύνταξη

Δείτε επίσης επεξεργασία