ενικός         πληθυντικός  
retirement retirements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

retirement (en)

  • η σύνταξη
    ⮡  Kostas went into retirement - ο Κώστας βγήκε στη σύνταξη

Δείτε επίσης

επεξεργασία