Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφηγητικός η αφηγητική το αφηγητικό
      γενική του αφηγητικού της αφηγητικής του αφηγητικού
    αιτιατική τον αφηγητικό την αφηγητική το αφηγητικό
     κλητική αφηγητικέ αφηγητική αφηγητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφηγητικοί οι αφηγητικές τα αφηγητικά
      γενική των αφηγητικών των αφηγητικών των αφηγητικών
    αιτιατική τους αφηγητικούς τις αφηγητικές τα αφηγητικά
     κλητική αφηγητικοί αφηγητικές αφηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφηγητικός < (ελληνιστική κοινήἀφηγητικός < ἀφηγητής

  Επίθετο επεξεργασία

αφηγητικός

  1. που έχει σχέση με τον αφηγητή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει σχέση με την αφήγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
    άλλες μορφές: αφηγηματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία