Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυχάριστος η αυχάριστη το αυχάριστο
      γενική του αυχάριστου της αυχάριστης του αυχάριστου
    αιτιατική τον αυχάριστο την αυχάριστη το αυχάριστο
     κλητική αυχάριστε αυχάριστη αυχάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυχάριστοι οι αυχάριστες τα αυχάριστα
      γενική των αυχάριστων των αυχάριστων των αυχάριστων
    αιτιατική τους αυχάριστους τις αυχάριστες τα αυχάριστα
     κλητική αυχάριστοι αυχάριστες αυχάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυχάριστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αυχάριστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, 1963