αυχάριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυχάριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αυχάριστος
- (επτανησιακό ιδίωμα) αγνώμων[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυχάριστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Λεωνίδας Ζώης, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, 1963