Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυχαριστία οι αυχαριστίες
      γενική της αυχαριστίας των αυχαριστιών
    αιτιατική την αυχαριστία τις αυχαριστίες
     κλητική αυχαριστία αυχαριστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυχαριστία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυχαριστία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία